- θησάμενος
- θάωaor part mid masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήσαι — θῆσαι (Α) (απρμφ. αορ. αμάρτυρου ενεστ. *θάω έχουν παραδοθεί μόνο οι τ. θῆσαι, θῆσθαι, θησάμενος) 1. (αμτθ.) πίνω γάλα από τη θηλή, θηλάζω, βυζαίνω (α. «θήσατο μαζόν» θήλασε [από] το στήθος β. «ἀλλ’ αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι» τα… … Dictionary of Greek
παραμυθησάμενος — παραμυθέομαι encourage aor part mp masc nom sg παραμῡθησάμενος , παραμυθέομαι encourage aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)